παρεκτροπή

παρεκτροπή
ή, ΝΑ [παρεκτρέπω]
1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή
2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημα
β) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλα
νεοελλ.
1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση τής μαγνητικής πυξίδας η οποία οφείλεται στην επίδραση που ασκούν πάνω της τα σιδερένια τμήματα τού πλοίου
2. (πυροβολ.) άλλη ονομασία τής εκτροπής
μσν.
αταξία, ανωμαλία
αρχ.
1. τροπή προς τα πλάγια, παρέκκλιση, απομάκρυνση
2. (ειδικά) πλάνη, σφάλμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεκτροπῇ — παρεκτροπή turning aside fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτροπή — turning aside fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτροπή — η 1. έξοδος από την κανονική θέση, πορεία, παρέκκλιση: Παρεκτροπή του βλήματος, της πυξίδας. 2. μτφ., ηθικό σφάλμα, αταξία: Νεανικές παρεκτροπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεκτροπαῖς — παρεκτροπή turning aside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτροπαί — παρεκτροπή turning aside fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτροπῆς — παρεκτροπή turning aside fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτροπήν — παρεκτροπή turning aside fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτροπῶν — παρεκτροπή turning aside fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”