- παρεκτροπή
- ή, ΝΑ [παρεκτρέπω]1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημαβ) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλανεοελλ.1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση τής μαγνητικής πυξίδας η οποία οφείλεται στην επίδραση που ασκούν πάνω της τα σιδερένια τμήματα τού πλοίου2. (πυροβολ.) άλλη ονομασία τής εκτροπήςμσν.αταξία, ανωμαλίααρχ.1. τροπή προς τα πλάγια, παρέκκλιση, απομάκρυνση2. (ειδικά) πλάνη, σφάλμα.
Dictionary of Greek. 2013.